- σκευοφόρα
- σκευοφόροςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκευοφόρος — ο / σκευοφόρος, ον, ΝΑ και σκευηφόρος, ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, σκευαγωγός (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευοφόρα (ενν. ζώα) τα υποζύγια που… … Dictionary of Greek
Византийский флот — Византийский флот … Википедия
σκευοφόρος — α, ο αυτός που μεταφέρει αποσκευές: Στην αρχαία εποχή τα στρατεύματα συνοδεύονταν στην εκστρατεία από σκευοφόρα ζώα. η όχημα για τη μεταφορά αποσκευών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)